- ξέκαμα
- τό1) распродажа; 2) перен. расправа
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξέκαμα — το [ξεκάνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεκάνω, εκποίηση, ξεπούλημα 2. κατασπατάληση 3. εξόντωση αντιπάλου … Dictionary of Greek
ανάκαμα — (I) το 1. το ξαναζέσταμα τού φούρνου που κρύωσε ώστε να ψηθεί καλά το ψωμί 2. τα κλαδιά ή τα φρύγανα, με τα οποία γίνεται το ξαναζέσταμα τού φούρνου 3. ο καθαρισμός τής κυψέλης με φωτιά 4. θερμή ατμόσφαιρα, ζεστός καιρός, κουφόβραση. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
ξεκάμωμα — το το ξέκαμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + κάμωμα (< καμώνω)] … Dictionary of Greek
ξεκαμωμός — ο το ξέκαμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + καμώνω] … Dictionary of Greek
ξεκάνω — ξέκανα και ξέκαμα 1. εκποιώ, πουλώ, ξεπουλώ κάτι: Ξέκαμε νωρίς την πραμάτεια του. 2. δαπανώ, σπαταλώ: Ξέκαμε όλη την περιουσία του στα χαρτιά. 3. μτφ., φονεύω, σκοτώνω, εξοντώνω: Τον ξέκαναν στην ξενιτιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)